- λαιψηροδρόμος
- λαιψηροδρόμος, ον,A swift-running, E.IA207 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαιψηροδρόμος — λαιψηροδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα, ταχύς («λαιψηροδρόμον Ἀχιλλήα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιψηρός + δρόμος (πρβλ. ευθυ δρόμος)] … Dictionary of Greek
λαιψηροδρόμον — λαιψηροδρόμος swift running masc/fem acc sg λαιψηροδρόμος swift running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)